H περίοδος 1878-1955
Η Βρετανία απέκτησε την Κύπρο το 1878, έπειτα από τη σύναψη της «Σύμβασης Κύπρου» με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την οποία δημιουργήθηκε ένα ιδιότυπο καθεστώς στο νησί. Σύμφωνα με αυτό, η διοίκηση της Κύπρου περιήλθε στους Βρετανούς, η κυριαρχία όμως παρέμενε στους Οθωμανούς Τούρκους. Μία από τις βασικότερες προκλήσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Βρετανοί ήδη από την άφιξή τους στην Κύπρο ήταν το αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων, οι οποίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων του τόπου, για ένωση με την Ελλάδα. Πράγματι, οι Έλληνες Κύπριοι υποδέχθηκαν τους Βρετανούς με την πεποίθηση ότι θα παραχωρούσαν την Κύπρο στην Ελλάδα – όπως είχαν πράξει και με την περίπτωση των Επτανήσων, τα οποία παραχώρησαν στο ελληνικό κράτος το 1864.
Στα αιτήματα των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση οι Βρετανοί τήρησαν αρνητική στάση χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα, μέχρι το 1914, το ιδιόμορφο καθεστώς του νησιού. Ωστόσο, η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων έφερε την ακύρωση της «Σύμβασης Κύπρου» και τη μονομερή προσάρτηση του νησιού στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 η Βρετανία επιβεβαίωσε την κατοχή της Κύπρου, εξέλιξη την οποία αναγνώρισε και η Τουρκία. Δύο χρόνια αργότερα, το 1925, η Κύπρος ανακηρύχθηκε επίσημα Αποικία του Στέμματος (Crown Colony).
Η αυθόρμητη εξέγερση των Οκτωβριανών του 1931 αποτέλεσε κομβικό σημείο στην εξέλιξη των γεγονότων. Τα αίτια της εξέγερσης πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην ενωτική διεκδίκηση και στην απογοήτευση από την στάση των Βρετανών, οι οποίοι αρνούνταν να συζητήσουν το ζήτημα. Δυσαρέσκεια, παράλληλα, προκαλούσε η κακή οικονομική κατάσταση της Κύπρου, καθώς και οι παρεμβάσεις της αποικιακής διοίκησης στα εκπαιδευτικά ζητήματα του τόπου. Οι Βρετανοί κατέστειλαν εύκολα την εξέγερση των Οκτωβριανών. Στη συνέχεια, προώθησαν διάφορα μέτρα με σκοπό την αποδυνάμωση του ενωτικού κινήματος: εξόρισαν σημαντικές προσωπικότητες του τόπου (ανάμεσά τους οι Μητροπολίτες Κιτίου και Κυρηνείας, Νικόδημος Μυλωνάς και Μακάριος Μυριανθεύς αντίστοιχα), κατήργησαν το Νομοθετικό Συμβούλιο, απαγόρευσαν τις εκλογές και έθεσαν σε λογοκρισία τον Τύπο. Το ανελεύθερο καθεστώς το οποίο επιβλήθηκε στην Κύπρο κατά την περίοδο αυτή έμεινε γνωστό με τον όρο «Παλμεροκρατία» από το όνομα του κυβερνήτη Πάλμερ (1933-1939). Οι Βρετανοί συνέχισαν κατά την περίοδο αυτή την επέμβασή τους στα εκπαιδευτικά πράγματα του τόπου. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δράση του Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου, ο οποίος σήκωσε την ευθύνη της ηγεσίας του κυπριακού ελληνισμού κατά τα χρόνια αυτά ως τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου.
Η έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου άλλαξε τα δεδομένα. Η εθελοντική προσφορά των Κυπρίων στο Κυπριακό Σύνταγμα (Cyprus Regiment) και την Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη (Cyprus Volunteer Force) στο πλευρό της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, σε έναν πόλεμο για ελευθερία και δημοκρατία, ανάγκασε τους Βρετανούς να είναι πιο ελαστικοί στο εσωτερικό του νησιού. Παράλληλα, η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, τον Οκτώβριο του 1940, σηματοδότησε μια άνευ προηγουμένου αναβίωση του ενωτικού κινήματος. Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι ενωτικές διεκδικήσεις προέβαλαν ακόμα πιο έντονες. Ωστόσο, η Βρετανία μετά το 1945, ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την Κύπρο υπό την κυριαρχία της. Το Λονδίνο ήταν αποφασισμένο, σε μια εποχή κατά την οποία έλαβε απόφαση για αποχώρηση από άλλες περιοχές (π.χ. Ινδία, Παλαιστίνη), να διατηρήσει τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής. Η Κύπρος έπρεπε να παραμείνει υπό τη βρετανική κυριαρχία – η στρατηγική θέση του νησιού καθόριζε για ακόμα μια φορά τη μοίρα του.
Τον Ιανουάριο του 1950 η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄, διοργάνωσε δημοψήφισμα το οποίο κατέδειξε την επιθυμία της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυπριακού ελληνισμού (95.7%) για ένωση με την Ελλάδα. Στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος πρωτεύοντα ρόλο διαδραμάτισε ο Μητροπολίτης Κιτίου και Γραμματέας του Γραφείου Εθναρχίας, Μακάριος, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1950 εξελέγη στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Η άνοδος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ σηματοδότησε μία νέα φάση του Κυπριακού Ζητήματος. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος προώθησε ανένδοτη ενωτική γραμμή στο εσωτερικό και απέναντι στους Βρετανούς, ενώ παράλληλα πίεσε την Αθήνα να προσφύγει στον ΟΗΕ με αίτημα την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοδιάθεσης στην Κύπρο. Ωστόσο, οι Βρετανοί παρέμειναν άκαμπτοι επαναλαμβάνοντας συστηματικά κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 ότι το κυπριακό ζήτημα παρέμενε κλειστό. Επιπλέον, η δήλωση του Βρετανού Υφυπουργού Αποικιών Henry Hopkinson, τον Ιούλιο του 1954, ότι κάποιες περιοχές όπως η Κύπρος «ουδέποτε» θα μπορούσαν να αποκτήσουν πλήρη ανεξαρτησία από τη Βρετανία ενίσχυσε το κλίμα απογοήτευσης και δυσαρέσκειας. Τελικά, η ελληνική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου αποφάσισε την υποβολή προσφυγής στον ΟΗΕ για άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τους Κυπρίους. Η προσφυγή συζητήθηκε στον ΟΗΕ τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς με αρνητικό, όμως, αποτέλεσμα.
O Απελευθερωτικός Αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α., 1955-1959: τα κυριότερα διπλωματικά και στρατιωτικά γεγονότα
Η 1η Απριλίου 1955 σηματοδότησε την έναρξη του Απελευθερωτικού Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α.. Πράγματι, εκρήξεις συγκλόνισαν τις μεγαλύτερες πόλεις του νησιού, την ευθύνη για τις οποίες ανέλαβε η «Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών» (Ε.Ο.Κ.Α.). Πρώτος νεκρός ο Μόδεστος Παντελή από το Λιοπέτρι, ο οποίος πέθανε από ηλεκτροπληξία στην προσπάθειά του να αποκόψει ηλεκτροφόρα σύρματα. Στρατιωτικός ηγέτης της οργάνωσης ήταν ο κυπριακής καταγωγής πρώην συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Γεώργιος Γρίβας, με το ψευδώνυμο «Διγενής», ενώ πολιτικός ηγέτης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄. Ο Αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. υπήρξε έκφραση της επιθυμίας του ελληνικού κυπριακού λαού για απελευθέρωση και ένωση με την Ελλάδα.
Η Ε.Ο.Κ.Α. λειτουργούσε σε διάφορα επίπεδα και η δομή της ήταν προσαρμοσμένη στις γεωγραφικές συνθήκες της Κύπρου. Ενδεικτικά σημειώνονται, για παράδειγμα, τα ένοπλα τμήματα στα βουνά, τα τμήματα δολιοφθορών, οι ομάδες κρούσης στις πόλεις. Παράλληλα, τη δράση στο στρατιωτικό πεδίο συμπλήρωνε τόσο η Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνος (ΠΕΚΑ), υπεύθυνη για την πολιτική δράση της οργάνωσης, τη διατήρηση αρραγούς εσωτερικού μετώπου καθώς και - από τα τέλη του 1957 - για την παθητική αντίσταση, όσο και η οργάνωση και η δυναμική κινητοποίηση της νεολαίας (Άλκιμος Νεολαία Ε.Ο.Κ.Α. - ΑΝΕ). Όπως καταδεικνύει η υπάρχουσα βιβλιογραφία, με τη δράση της η Ε.Ο.Κ.Α. δεν στόχευε να εξουδετερώσει στρατιωτικά τους Βρετανούς (κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν) αλλά να καταδείξει σε διεθνές επίπεδο τη θέληση των Κυπρίων για ελευθερία και να αναγκάσει τους Βρετανούς να εγκαταλείψουν την αδιάλλακτή τους στάση, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για την πολιτική επίλυση του Κυπριακού. Παρά τη μικρή στρατιωτική δύναμή της, η Ε.Ο.Κ.Α. υποστηρίχθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων Κυπρίων οι οποίοι στήριξαν με κάθε τρόπο την εξέγερση, δίνοντάς της χαρακτήρα μαζικό. Επιπλέον, όταν στο διπλωματικό επίπεδο λάμβαναν χώρα σημαντικές εξελίξεις, η Ε.Ο.Κ.Α. κήρυσσε εκεχειρία προκειμένου να διευκολύνει τις διαδικασίες αλλά και να δοθεί χρόνος για την αναδιοργάνωσή της.
Η έναρξη του Αγώνα μαζί με την προοπτική μίας νέας προσφυγής στον ΟΗΕ, ανάγκασαν το Λονδίνο, υπό την πρωθυπουργία του Antony Eden, να διαπραγματευθεί το μέλλον της Κύπρου. O Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Harold Macmillan, πρότεινε τη σύγκληση Τριμερούς Διάσκεψης, με τη συμμετοχή δηλαδή της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ήταν η πρώτη φορά που το Κυπριακό Ζήτημα συζητήθηκε σε διεθνές επίπεδο, εκτός ΟΗΕ, ενώ η Διάσκεψη σηματοδότησε επίσης την επιστροφή της Τουρκίας στο προσκήνιο του Κυπριακού για πρώτη φορά από το 1923, όταν παραιτήθηκε των δικαιωμάτων της στην Κύπρο σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η διάσκεψη κατέληξε σε αποτυχία στον απόηχο του ανθελληνικού πογκρόμ που ξέσπασε στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη με τραγικά αποτελέσματα.
Τον Οκτώβριο του 1955 έφθασε στην Κύπρο ο νέος Κυβερνήτης, πρώην αρχηγός του Αυτοκρατορικού Επιτελείου, στρατάρχης John Harding, ο οποίος υιοθέτησε σκληρές μεθόδους καταστολής του Αγώνα. Είχε προηγηθεί, τον Ιούλιο του 1955, η δημοσίευση του Νόμου περί προσωποκράτησης (Detention of Persons Law), σύμφωνα με τον οποίο επιτρεπόταν στον Κυβερνήτη να διατάζει την κράτηση χωρίς δίκη ατόμων που θεωρούνταν ύποπτα για παράνομες ενέργειες. Επιπλέον, τον Νοέμβριο του 1955 κηρύχθηκε κατάσταση «Έκτακτης Ανάγκης», σύμφωνα με την οποία οι βρετανικές αρχές, ανάμεσα σε άλλα, μπορούσαν να επιβάλουν συλλογικά πρόστιμα σε ολόκληρες κοινότητες ή να διατάζουν κατ’ οίκον περιορισμούς ή δημόσιο μαστίγωμα για άρρενες κάτω των δεκαοκτώ ετών, ενώ θεσπίστηκε και η θανατική ποινή. Σημαντικά γεγονότα του τελευταίου τριμήνου του 1955 περιλαμβάνουν τη στρατιωτική επιτυχία της Ε.Ο.Κ.Α. στη μάχη στα Σπήλια (11 Δεκεμβρίου) καθώς και τη μάχη στο Μερσινάκι, κοντά στους αρχαίους Σόλους (15 Δεκεμβρίου) κατά την οποία σκοτώθηκε ο Χαράλαμπος Μούσκος, ο πρώτος νεκρός στο πεδίο της μάχης, και συνελήφθησαν οι Ανδρέας Ζάκος και Χαρίλαος Μιχαήλ.
Ταυτόχρονα, στο διπλωματικό πεδίο ο Κυβερνήτης Χάρντιγκ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Όταν τον Φεβρουάριο του 1956 οι συζητήσεις κατέληξαν τελικά σε αδιέξοδο, οι Βρετανοί προχώρησαν, στις 9 Μαρτίου, στην εκτόπιση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στις Σεϋχέλλες μαζί με τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, τον π. Σταύρο Παπαγαθαγγέλου, ιερέα του Ναού της Φανερωμένης στη Λευκωσία, και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη, γραμματέα της Μητρόπολης Κυρηνείας. Οι Βρετανοί σύντομα συνειδητοποίησαν ότι κανένας Έλληνας Κύπριος δεν θα δεχόταν να διαπραγματευθεί με την αποικιακή διοίκηση όσο ο Αρχιεπίσκοπος παρέμενε εξόριστος. Παράλληλα, ο απαγχονισμός του Μιχαήλ Καραολή και του Ανδρέα Δημητρίου, στις 10 Μαΐου 1956, προκάλεσε αντιδράσεις εντός και εκτός Κύπρου. Οι ήρωες τάφηκαν στα «Φυλακισμένα Μνήματα» στον περίβολο των Κεντρικών Φυλακών στη Λευκωσία. Στον ίδιο χώρο τάφηκαν, στη συνέχεια, έντεκα άλλοι αγωνιστές. Στις 9 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς απαγχονίστηκαν οι Ανδρέας Ζάκος, Χαρίλαος Μιχαήλ και Ιάκωβος Πατάτσος, ενώ στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 οι Ανδρέας Παναγίδης, Στέλιος Μαυρομμάτης και Μιχαήλ Κουτσόφτας. Οι βρετανικές μέθοδοι κατακρίθηκαν από τη διεθνή κοινότητα ενώ η βρετανική κυβέρνηση των Συντηρητικών κλήθηκε να υπερασπιστεί την πολιτική της στο Βρετανικό Κοινοβούλιο κάθε φορά που η αντιπολίτευση των Εργατικών αναδείκνυε το ζήτημα.
Στις περιφερειακές εξελίξεις η κρίση στο Σουέζ, η οποία κορυφώθηκε το φθινόπωρο του 1956, ενίσχυσε τη σημασία της Τουρκίας για τη Βρετανία. Σταδιακά, τα γεωστρατηγικά δεδομένα συντέλεσαν ώστε οι Βρετανοί να θεωρούν την τουρκική φιλία απαραίτητη, γεγονός που αναπόφευκτα είχε επιπτώσεις στην εξέλιξη του Κυπριακού. Έτσι, όταν τον Δεκέμβριο του 1956 η Βρετανία παρουσίασε τις συνταγματικές προτάσεις του διαπρεπούς νομικού λόρδου Radcliffe, ο οποίος είχε αναλάβει να τις εκπονήσει, αυτές υπονομεύθηκαν από τη συνοδευτική δήλωση στη Βουλή των Κοινοτήτων του Υπουργού Αποικιών Lennox-Boyd, η οποία αναγνώριζε το χωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Διαφάνηκε, συνεπώς, στο προσκήνιο η προοπτική της διχοτόμησης.
Στις 3 Μαρτίου 1957, οι Βρετανοί ανακάλυψαν, έπειτα από προδοσία, το κρησφύγετο του Γρηγόρη Αυξεντίου, υπαρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α., και τεσσάρων συναγωνιστών του. Ο Αυξεντίου διέταξε τους συναγωνιστές του να παραδοθούν και ο ίδιος συνέχισε μια πολύωρη μάχη μέχρι που οι Βρετανοί έριξαν βενζίνη και βόμβες στο κρησφύγετο. Ο Αυξεντίου έγινε ολοκαύτωμα, σύμβολο της θυσίας υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας. Τον ίδιο μήνα, οι Βρετανοί προχώρησαν στον απαγχονισμό του δεκαεννιάχρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Στα τέλη Μαρτίου 1957 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απελευθερώθηκε από τις Σεϋχέλλες αλλά δεν του επιτράπηκε η επιστροφή στην Κύπρο. Έτσι μέχρι το τέλος του Αγώνα, ο Μακάριος είχε ως βάση του την Αθήνα όπου είχε την ευκαιρία να συντονίζει καλύτερα, σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, τις κινήσεις στο Κυπριακό. Επιπλέον, ο Αρχιεπίσκοπος κατήγγειλε τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν Κύπριοι κρατούμενοι από τις βρετανικές δυνάμεις ασφαλείας - είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί και «κρατητήρια» σε Κοκκινοτριμιθιά, Πύλα, Πλάτρες και αλλού - και ζήτησε τη διεξαγωγή αμερόληπτης έρευνας για το ζήτημα στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο Κυβερνήτης Harding παραιτήθηκε και τη θέση του ανέλαβε ο Hugh Foot. Στο μεταξύ, μετά την πτώση της κυβέρνησης Eden, στη Βρετανία την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Harold Macmillan. Υπήρξε τότε μία αλλαγή στη βρετανική πολιτική, καθώς το Λονδίνο αποφάσισε να μην επιμείνει στη διατήρηση της κυριαρχίας ολόκληρης της Κύπρου, επιθυμώντας όμως παράλληλα να μη δυσαρεστήσει την Τουρκία.
Τον Ιούνιο του 1958, έπειτα από πολύπλοκες διεργασίες, οι Βρετανοί παρουσίασαν το σχέδιο Macmillan, το οποίο προέβλεπε ανάμεσα σε άλλα, διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας για επτά χρόνια καθώς και ένα «συνεταιρισμό» στη διοίκηση του νησιού από Ελλάδα και Τουρκία. Στο μεταξύ, η εσωτερική κατάσταση στο νησί είχε γίνει εξαιρετικά κρίσιμη, κυρίως μετά την έναρξη των διακοινοτικών ταραχών που ξέσπασαν την ίδια χρονιά. Η αποδοχή του σχεδίου Macmillan από την Άγκυρα και η πιθανότητα μονομερούς εφαρμογής του ενέτειναν την πίεση. Τον Σεπτέμβριο του 1958, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, σε συνέντευξη στην Εργατική βουλευτή Barbara Castle δήλωσε ότι θα αποδεχόταν λύση δεσμευμένης ανεξαρτησίας για την Κύπρο. Τον ίδιο μήνα έλαβε χώρα η μάχη στον Αχυρώνα του Λιοπετρίου όταν οι Φώτης Πίττας, Ανδρέας Κάρυος, Ηλίας Παπακυριακού και Χρίστος Σαμάρας αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Βρετανούς, οι οποίοι είχαν λάβει πληροφορίες για την τοποθεσία τους. Οι Βρετανοί στρατιώτες περιέλουσαν τον χώρο με βενζίνη πυρπολώντας τον Αχυρώνα. Οι αγωνιστές με τη θυσία τους ανέβηκαν στο πάνθεον των ηρώων. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, και πάλι έπειτα από προδοσία, οι Βρετανοί ανακάλυψαν το κρησφύγετο του Κυριάκου Μάτση στο Δίκωμο. Ο Μάτσης διέταξε τους συναγωνιστές του να φύγουν και απάντησε στο κάλεσμα των Βρετανών για παράδοση ότι αν έβγαινε, θα έβγαινε πυροβολώντας. Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες για την εξουδετέρωσή του από τις οποίες ο ήρωας βρήκε ακαριαίο θάνατο.
Στις αρχές Δεκεμβρίου 1958 η νέα ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ απέτυχε και πάλι. Ωστόσο, στο περιθώριο της συνάντησης, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας είχε συνομιλία με τον Τούρκο ομόλογό του, Fatin Zorlu, στην οποία διαφάνηκε η προοπτική μιας συνεννόησης μεταξύ των δυο χωρών στο Κυπριακό. Πράγματι, από τη μια, η Αθήνα ήθελε να εμποδίσει την εφαρμογή του σχεδίου Macmillan. Από την άλλη, οι εξελίξεις στο περιφερειακό επίπεδο, ανάγκασαν την Άγκυρα, παρά την αναβαθμισμένη θέση της, να προσεγγίσει την Αθήνα, να αποζητήσει τη φιλία της και να συμβιβαστεί στο Κυπριακό, σε μια στιγμή κατά την οποία είχε φτάσει πολύ κοντά στην εκπλήρωση των στόχων της. Αποτέλεσμα της προσέγγισης υπήρξε η υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959), με τις οποίες έληξε ο Απελευθερωτικός Αγώνας και άνοιξε ο δρόμος για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Έτσι, μετά από μια μεταβατική περίοδο, η Κυπριακή Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε στις 16 Αυγούστου 1960. Ως αποτέλεσμα η αποικιακή περίοδος έφθασε στο τέλος της και η Κύπρος πέρασε σε μία νέα φάση της Ιστορίας της.
Δρ Αναστασία Γιάγκου
Ιστορικός, Ερευνήτρια στο Αρχείο Ιστορίας της Ελληνικής Κυπριακής Εκπαίδευσης, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών